Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουληφόρος
βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
View word page
βού-νομος
βού-νομοςονadj of landgrazed by cattleS. Ar.quot. A.

ShortDef

grazed by cattle

Debugging

Headword:
βούνομος
Headword (normalized):
βούνομος
Headword (normalized/stripped):
βουνομος
IDX:
7698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7699
Key:
βούνομος

Data

{'headword_display': '<b>βού-νομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βού-νομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>grazed by cattle</Tr><Au>S. Ar.<LblR>quot. <Au>A.</Au></LblR></Au></aS1> </AE>', 'key': 'βούνομος'}