Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
View word page
βουνομίᾱ
βουνομίᾱᾱςfβουνόμος grazing of cattlePi.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουνομίᾱ
Headword (normalized):
βουνομίᾱ
Headword (normalized/stripped):
βουνομια
IDX:
7696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7697
Key:
βουνομίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>βουνομίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βουνομίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>βουνόμος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>grazing of cattle</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'βουνομίᾱ'}