Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούλημα
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
View word page
βουνο-ειδής
βουνο-ειδήςέςadjεἶδος1 of a placemound-likePlu.

ShortDef

hilly

Debugging

Headword:
βουνοειδής
Headword (normalized):
βουνοειδής
Headword (normalized/stripped):
βουνοειδης
IDX:
7695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7696
Key:
βουνοειδής

Data

{'headword_display': '<b>βουνο-ειδής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βουνο-ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of a place</Indic><Tr>mound-like</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουνοειδής'}