Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουλήεις
βούλημα
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
View word page
βοῦνις
βοῦνιςιοςfem.adjβουνός of a landhillyA.

ShortDef

hilly

Debugging

Headword:
βοῦνις
Headword (normalized):
βοῦνις
Headword (normalized/stripped):
βουνις
IDX:
7694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7695
Key:
βοῦνις

Data

{'headword_display': '<b>βοῦνις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βοῦνις</HL><Infl>ιος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>βουνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a land</Indic><Tr>hilly</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βοῦνις'}