Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουλεύω
βουλή
βουλήεις
βούλημα
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
View word page
βουλό-μαχος
βουλό-μαχοςονadjμάχη, w. play on name Λᾱ́μαχος of a manwanting a battleAr.

ShortDef

strife-desiring

Debugging

Headword:
βουλόμαχος
Headword (normalized):
βουλόμαχος
Headword (normalized/stripped):
βουλομαχος
IDX:
7692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7693
Key:
βουλόμαχος

Data

{'headword_display': '<b>βουλό-μαχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βουλό-μαχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μάχη</Ref>, w. play on name <Gr>Λᾱ́μαχος</Gr></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>wanting a battle</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βουλόμαχος'}