Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
βουλήεις
βούλημα
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
View word page
βουλῑμιάω
βουλῑμιάωcontr.vbβοῦςλῑμόςaor.
ἐβουλῑμίᾱσα
be ravenously hungryAr. X. of troops on the marchbe faint with hungerX. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουλῑμιάω
Headword (normalized):
βουλῑμιάω
Headword (normalized/stripped):
βουλιμιαω
IDX:
7689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7690
Key:
βουλῑμιάω

Data

{'headword_display': '<b>βουλῑμιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βουλῑμιάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βοῦς</Ref><Ref>λῑμός</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἐβουλῑμίᾱσα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>be ravenously hungry</Tr><Au>Ar. X.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of troops on the march</Indic><Tr>be faint with hunger</Tr><Au>X. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βουλῑμιάω'}