Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούλευσις
βουλευτήριον
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
βουλήεις
βούλημα
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
View word page
βουλητός
βουλητόςή όνadj of thingswished forPl. Arist.

ShortDef

that is

Debugging

Headword:
βουλητός
Headword (normalized):
βουλητός
Headword (normalized/stripped):
βουλητος
IDX:
7687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7688
Key:
βουλητός

Data

{'headword_display': '<b>βουλητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βουλητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>wished for</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βουλητός'}