Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουλαῖος
βούλαρχος
βουλᾱφόρος
βουλείᾱ
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτήριον
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
βουλήεις
βούλημα
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
View word page
βουλευτός
βουλευτός
dial.βωλευτός
ή όνadj
of a death, the means of its executionplanned, plottedA. Call.of thingsto be deliberatedArist.

ShortDef

devised, plotted

Debugging

Headword:
βουλευτός
Headword (normalized):
βουλευτός
Headword (normalized/stripped):
βουλευτος
IDX:
7681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7682
Key:
βουλευτός

Data

{'headword_display': '<b>βουλευτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βουλευτός</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>βωλευτός</FmHL></DL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a death, the means of its execution</Indic><Tr>planned, plotted</Tr><Au>A. Call.</Au></aS1><aS1><Indic>of things</Indic><Tr>to be deliberated</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βουλευτός'}