Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
βούλαρχος
βουλᾱφόρος
βουλείᾱ
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτήριον
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
View word page
βουλᾱφόρος
βουλᾱφόροςdial.mseeβουληφόρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουλᾱφόρος
Headword (normalized):
βουλᾱφόρος
Headword (normalized/stripped):
βουλαφορος
IDX:
7673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7674
Key:
βουλᾱφόρος

Data

{'headword_display': '<b>βουλᾱφόρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βουλᾱφόρος</HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>βουληφόρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βουλᾱφόρος'}