Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
βούλαρχος
βουλᾱφόρος
βουλείᾱ
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτήριον
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
View word page
βούλ-αρχος
βούλ-αρχοςουmἀρχός leader in counselA.

ShortDef

chief of the senate

Debugging

Headword:
βούλαρχος
Headword (normalized):
βούλαρχος
Headword (normalized/stripped):
βουλαρχος
IDX:
7672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7673
Key:
βούλαρχος

Data

{'headword_display': '<b>βούλ-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βούλ-αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἀρχός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>leader in counsel</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βούλαρχος'}