Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουκολέω
βουκολιάζομαι
βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
βούλαρχος
βουλᾱφόρος
βουλείᾱ
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτήριον
βουλευτής
βουλευτικός
View word page
βουλᾱ́
βουλᾱ́dial.fseeβουλή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουλᾱ́
Headword (normalized):
βουλᾱ́
Headword (normalized/stripped):
βουλα
IDX:
7670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7671
Key:
βουλᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>βουλᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βουλᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>βουλή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βουλᾱ́'}