Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούκερως
βουκολέω
βουκολιάζομαι
βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
βούλαρχος
βουλᾱφόρος
βουλείᾱ
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτήριον
βουλευτής
View word page
βου-κτόνος
βου-κτόνοςονadj of slaughterox-killingE.fr.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουκτόνος
Headword (normalized):
βουκτόνος
Headword (normalized/stripped):
βουκτονος
IDX:
7669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7670
Key:
βουκτόνος

Data

{'headword_display': '<b>βου-κτόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βου-κτόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of slaughter</Indic><Tr>ox-killing</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk><LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'βουκτόνος'}