Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούθυτος
βουκανάω
βούκερως
βουκολέω
βουκολιάζομαι
βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
βούλαρχος
βουλᾱφόρος
βουλείᾱ
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
View word page
βού-κρᾱνος
βού-κρᾱνοςονadjκρᾱνίον1 of primeval beingsox-headedEmp.see alsoβούπρῳρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούκρᾱνος
Headword (normalized):
βούκρᾱνος
Headword (normalized/stripped):
βουκρανος
IDX:
7667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7668
Key:
βούκρᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>βού-κρᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βού-κρᾱνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρᾱνίον<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of primeval beings</Indic><Tr>ox-headed</Tr><Au>Emp.</Au><XR>see also<Ref>βούπρῳρος</Ref></XR></aS1></AE>', 'key': 'βούκρᾱνος'}