Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουθυσίᾱ
βουθυτέω
βούθυτος
βουκανάω
βούκερως
βουκολέω
βουκολιάζομαι
βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
βούλαρχος
βουλᾱφόρος
βουλείᾱ
βούλευμα
View word page
βουκόλιον
βουκόλιονουn usu.pl.herd of cattleHdt. Pl. X. Theoc. Plu.

ShortDef

a herd of cattle

Debugging

Headword:
βουκόλιον
Headword (normalized):
βουκόλιον
Headword (normalized/stripped):
βουκολιον
IDX:
7665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7666
Key:
βουκόλιον

Data

{'headword_display': '<b>βουκόλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βουκόλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>usu.pl.</Indic><Tr>herd of cattle</Tr><Au>Hdt. Pl. X. Theoc. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουκόλιον'}