Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουθόρος
βουθυσίᾱ
βουθυτέω
βούθυτος
βουκανάω
βούκερως
βουκολέω
βουκολιάζομαι
βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
βούλαρχος
βουλᾱφόρος
βουλείᾱ
View word page
βουκολικός
βουκολικόςήdial.ᾱ́όνadjβουκόλος of songbucolic, pastoralTheoc. Mosch.of MusesTheoc.

ShortDef

pastoral

Debugging

Headword:
βουκολικός
Headword (normalized):
βουκολικός
Headword (normalized/stripped):
βουκολικος
IDX:
7664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7665
Key:
βουκολικός

Data

{'headword_display': '<b>βουκολικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βουκολικός</HL><Infl>ή<VInfl><Lbl>dial.</Lbl><FmInfl>ᾱ́</FmInfl></VInfl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βουκόλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of song</Indic><Tr>bucolic, pastoral</Tr><Au>Theoc. Mosch.</Au><aS2><Indic>of Muses</Indic><Au>Theoc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'βουκολικός'}