Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουδόρος
βουθερής
βουθόρος
βουθυσίᾱ
βουθυτέω
βούθυτος
βουκανάω
βούκερως
βουκολέω
βουκολιάζομαι
βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
βούλαρχος
View word page
βουκολίαι
βουκολίαιῶνf.pl herds of cattleHes. herding of cattlehHom. AR. cattle-pasturesHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουκολίαι
Headword (normalized):
βουκολίαι
Headword (normalized/stripped):
βουκολιαι
IDX:
7662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7663
Key:
βουκολίαι

Data

{'headword_display': '<b>βουκολίαι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βουκολίαι</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>f.pl</PS></HG> <nS1><Tr>herds of cattle</Tr><Au>Hes.</Au></nS1> <nS1><Tr>herding of cattle</Tr><Au>hHom. AR.</Au></nS1> <nS1><Tr>cattle-pastures</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουκολίαι'}