Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουδόκος
βουδόρος
βουθερής
βουθόρος
βουθυσίᾱ
βουθυτέω
βούθυτος
βουκανάω
βούκερως
βουκολέω
βουκολιάζομαι
βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βούκρᾱνος
βουκτασίη
βουκτόνος
βουλᾱ́
βουλαῖος
View word page
βουκολιάζομαι
βουκολιάζομαι
dial.βουκολιάσδομαι
mid.vbdial.fut.
βουκολιαξεῦμαι
sing pastoral songsTheoc. Mosch. βουκολιάσδωdial.act.vbimpf.
βουκολίασδον
sing pastoral songsBion

ShortDef

to sing or write pastorals

Debugging

Headword:
βουκολιάζομαι
Headword (normalized):
βουκολιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
βουκολιαζομαι
IDX:
7661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7662
Key:
βουκολιάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>βουκολιάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βουκολιάζομαι</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>βουκολιάσδομαι</FmHL></DL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>dial.fut.</Lbl><Form>βουκολιαξεῦμαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>sing pastoral songs</Tr><Au>Theoc. Mosch.</Au> </vS1> <RelW><vHG><HL>βουκολιάσδω</HL><PS>dial.act.vb</PS><FG><Tns><Lbl>impf.</Lbl><Form>βουκολίασδον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>sing pastoral songs</Tr><Au>Bion</Au> </vS1></RelW> </VE>', 'key': 'βουκολιάζομαι'}