Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουβότᾱς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιάω
βουγᾱ́ιος
βουγενής
βουδόκος
βουδόρος
βουθερής
βουθόρος
βουθυσίᾱ
βουθυτέω
βούθυτος
βουκανάω
βούκερως
βουκολέω
βουκολιάζομαι
βουκολίαι
βουκολιαστᾱ́ς
βουκολικός
View word page
βου-θόρος
βου-θόροςουmasc.adjθρῴσκω of a bullmounting cowsA.

ShortDef

vaccas iniens

Debugging

Headword:
βουθόρος
Headword (normalized):
βουθόρος
Headword (normalized/stripped):
βουθορος
IDX:
7654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7655
Key:
βουθόρος

Data

{'headword_display': '<b>βου-θόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βου-θόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>θρῴσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bull</Indic><Tr>mounting cows</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βουθόρος'}