Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοτρυώδης
βούβαλος
βουβόσιον
βουβότᾱς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιάω
βουγᾱ́ιος
βουγενής
βουδόκος
βουδόρος
βουθερής
βουθόρος
βουθυσίᾱ
βουθυτέω
βούθυτος
βουκανάω
βούκερως
βουκολέω
βουκολιάζομαι
View word page
βου-δόκος
βου-δόκοςονadjδέχομαι of a cauldronlarge enough to hold an oxCall.

ShortDef

receiving oxen

Debugging

Headword:
βουδόκος
Headword (normalized):
βουδόκος
Headword (normalized/stripped):
βουδοκος
IDX:
7651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7652
Key:
βουδόκος

Data

{'headword_display': '<b>βου-δόκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βου-δόκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cauldron</Indic><Tr>large enough to hold an ox</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βουδόκος'}