Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βότρυς
βοτρυώδης
βούβαλος
βουβόσιον
βουβότᾱς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιάω
βουγᾱ́ιος
βουγενής
βουδόκος
βουδόρος
βουθερής
βουθόρος
βουθυσίᾱ
βουθυτέω
βούθυτος
View word page
βουβών
βουβώνῶνοςm groinIl. Men. Plu.

ShortDef

the groin

Debugging

Headword:
βουβών
Headword (normalized):
βουβών
Headword (normalized/stripped):
βουβων
IDX:
7647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7648
Key:
βουβών

Data

{'headword_display': '<b>βουβών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βουβών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>groin</Tr><Au>Il. Men. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουβών'}