Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοτόν
βοτρῡδόν
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βότρυς
βοτρυώδης
βούβαλος
βουβόσιον
βουβότᾱς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιάω
βουγᾱ́ιος
βουγενής
βουδόκος
βουδόρος
βουθερής
βουθόρος
βουθυσίᾱ
View word page
βού-βοτος
βού-βοτοςονadjβόσκω of an islandgrazed by cattleOd.

ShortDef

grazed by cattle

Debugging

Headword:
βούβοτος
Headword (normalized):
βούβοτος
Headword (normalized/stripped):
βουβοτος
IDX:
7645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7646
Key:
βούβοτος

Data

{'headword_display': '<b>βού-βοτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βού-βοτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βόσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an island</Indic><Tr>grazed by cattle</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βούβοτος'}