Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοτήρ
βοτηρικός
βοτόν
βοτρῡδόν
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βότρυς
βοτρυώδης
βούβαλος
βουβόσιον
βουβότᾱς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιάω
βουγᾱ́ιος
βουγενής
βουδόκος
βουδόρος
βουθερής
View word page
βουβόσιον
βουβόσιονουnreltd.βούβοτος herd of cattleCall.

ShortDef

cattle-pasture

Debugging

Headword:
βουβόσιον
Headword (normalized):
βουβόσιον
Headword (normalized/stripped):
βουβοσιον
IDX:
7643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7644
Key:
βουβόσιον

Data

{'headword_display': '<b>βουβόσιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βουβόσιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>reltd.<Ref>βούβοτος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>herd of cattle</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουβόσιον'}