Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοτάνη
βοτήρ
βοτηρικός
βοτόν
βοτρῡδόν
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βότρυς
βοτρυώδης
βούβαλος
βουβόσιον
βουβότᾱς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουβωνιάω
βουγᾱ́ιος
βουγενής
βουδόκος
βουδόρος
View word page
βούβαλος
βούβαλοςουm alsoβούβαλιςιοςIon.f antelopeas native to AfricaHdt. Plb.

ShortDef

buffalo

Debugging

Headword:
βούβαλος
Headword (normalized):
βούβαλος
Headword (normalized/stripped):
βουβαλος
IDX:
7642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7643
Key:
βούβαλος

Data

{'headword_display': '<b>βούβαλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βούβαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>βούβαλις</HL2><Infl>ιος</Infl><PS>Ion.f</PS></HG2></HG> <nS1><Tr>antelope<Expl>as native to Africa</Expl></Tr><Au>Hdt. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βούβαλος'}