Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βόσκω
Βόσπορος
Βόσπορος
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
βοτήρ
βοτηρικός
βοτόν
βοτρῡδόν
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βότρυς
βοτρυώδης
βούβαλος
βουβόσιον
βουβότᾱς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
View word page
βοτρυό-δωρος
βοτρυό-δωροςονadjδῶρον epith. of Peacegiving grape-clustersAr.

ShortDef

grape-producing

Debugging

Headword:
βοτρυόδωρος
Headword (normalized):
βοτρυόδωρος
Headword (normalized/stripped):
βοτρυοδωρος
IDX:
7637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7638
Key:
βοτρυόδωρος

Data

{'headword_display': '<b>βοτρυό-δωρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βοτρυό-δωρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δῶρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of Peace</Indic><Tr>giving grape-clusters</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βοτρυόδωρος'}