Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βόσις
βοσκή
βόσκημα
βόσκω
Βόσπορος
Βόσπορος
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
βοτήρ
βοτηρικός
βοτόν
βοτρῡδόν
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βότρυς
βοτρυώδης
βούβαλος
βουβόσιον
βουβότᾱς
View word page
βοτηρικός
βοτηρικός ή όνadjof a Roman festivalpastoralPlu.

ShortDef

of or for a herdsman

Debugging

Headword:
βοτηρικός
Headword (normalized):
βοτηρικός
Headword (normalized/stripped):
βοτηρικος
IDX:
7634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7635
Key:
βοτηρικός

Data

{'headword_display': '<b>βοτηρικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βοτηρικός</HL> <Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a Roman festival</Indic><Tr>pastoral</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βοτηρικός'}