Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
βορβορώδης
Βορεάς
Βορέᾱς
βόρειος
βορή
βόρημαι
Βορῆς
βορός
βόρυες
βόσις
βοσκή
βόσκημα
βόσκω
Βόσπορος
Βόσπορος
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
View word page
βορός
βορόςᾱ́ όνadj of a giant dung-beetlevoraciousAr.

ShortDef

devouring, gluttonous
juice of pressed grapes

Debugging

Headword:
βορός
Headword (normalized):
βορός
Headword (normalized/stripped):
βορος
IDX:
7622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7623
Key:
βορός

Data

{'headword_display': '<b>βορός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βορός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a giant dung-beetle</Indic><Tr>voracious</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βορός'}