Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
βορβορώδης
Βορεάς
Βορέᾱς
βόρειος
βορή
βόρημαι
Βορῆς
βορός
βόρυες
βόσις
βοσκή
View word page
βορβορώδης
βορβορώδηςεςadj of mudsludgyPl.

ShortDef

muddy, miry

Debugging

Headword:
βορβορώδης
Headword (normalized):
βορβορώδης
Headword (normalized/stripped):
βορβορωδης
IDX:
7615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7616
Key:
βορβορώδης

Data

{'headword_display': '<b>βορβορώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βορβορώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of mud</Indic><Tr>sludgy</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βορβορώδης'}