Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
βορβορώδης
Βορεάς
Βορέᾱς
βόρειος
βορή
βόρημαι
Βορῆς
βορός
βόρυες
View word page
βορβορο-τάραξις
βορβορο-τάραξιςεωςm ref. to a personmud-churner, muckrakerAr.

ShortDef

a mud-stirrer, mudlark

Debugging

Headword:
βορβοροτάραξις
Headword (normalized):
βορβοροτάραξις
Headword (normalized/stripped):
βορβοροταραξις
IDX:
7613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7614
Key:
βορβοροτάραξις

Data

{'headword_display': '<b>βορβορο-τάραξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βορβορο-τάραξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a person</Indic><Tr>mud-churner, muckraker</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βορβοροτάραξις'}