Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
βορβορώδης
Βορεάς
Βορέᾱς
βόρειος
βορή
βόρημαι
Βορῆς
View word page
βορβορό-θῡμος
βορβορό-θῡμοςονadjβόρβοροςθῡμός of threatsfrom muckraking mindsAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βορβορόθῡμος
Headword (normalized):
βορβορόθῡμος
Headword (normalized/stripped):
βορβοροθυμος
IDX:
7611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7612
Key:
βορβορόθῡμος

Data

{'headword_display': '<b>βορβορό-θῡμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βορβορό-θῡμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βόρβορος</Ref><Ref>θῡμός</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of threats</Indic><Tr>from muckraking minds</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βορβορόθῡμος'}