Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
βορβορώδης
Βορεάς
Βορέᾱς
βόρειος
βορή
View word page
βοόστασις
βοόστασιςep.fseeβούστασις

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοόστασις
Headword (normalized):
βοόστασις
Headword (normalized/stripped):
βοοστασις
IDX:
7609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7610
Key:
βοόστασις

Data

{'headword_display': '<b>βοόστασις</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>βοόστασις</FmHL><PS>ep.f</PS></RefVL><XR>see<Ref>βούστασις</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βοόστασις'}