Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
βορβορώδης
Βορεάς
Βορέᾱς
βόρειος
View word page
βοοκτασίη
βοοκτασίηIon.fseeβουκτασίη

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοοκτασίη
Headword (normalized):
βοοκτασίη
Headword (normalized/stripped):
βοοκτασιη
IDX:
7608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7609
Key:
βοοκτασίη

Data

{'headword_display': '<b>βοοκτασίη</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>βοοκτασίη</FmHL><PS>Ion.f</PS></RefVL><XR>see<Ref>βουκτασίη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βοοκτασίη'}