Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βόλιτα
βολίτινος
βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
βορβορώδης
Βορεάς
View word page
βομβυλιός
βομβυλιόςοῦm bumblebeeAr. Isoc.

ShortDef

buzzing insect: bumblebee, gnat, mosquito

Debugging

Headword:
βομβυλιός
Headword (normalized):
βομβυλιός
Headword (normalized/stripped):
βομβυλιος
IDX:
7606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7607
Key:
βομβυλιός

Data

{'headword_display': '<b>βομβυλιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βομβυλιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bumblebee</Tr><Au>Ar. Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βομβυλιός'}