Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βολίς
βόλιτα
βολίτινος
βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
βορβορώδης
View word page
βόμβος
βόμβοςουmbooming soundPl.buzz, droneof auloiAr.

ShortDef

a booming, humming

Debugging

Headword:
βόμβος
Headword (normalized):
βόμβος
Headword (normalized/stripped):
βομβος
IDX:
7605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7606
Key:
βόμβος

Data

{'headword_display': '<b>βόμβος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βόμβος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>booming sound</Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Tr>buzz, drone<Expl>of auloi</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βόμβος'}