Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βολίζω
βολίς
βόλιτα
βολίτινος
βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορύζω
View word page
βομβηδόν
βομβηδόνadv with a buzzing dinAR.

ShortDef

buzzing, with a hum

Debugging

Headword:
βομβηδόν
Headword (normalized):
βομβηδόν
Headword (normalized/stripped):
βομβηδον
IDX:
7604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7605
Key:
βομβηδόν

Data

{'headword_display': '<b>βομβηδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>βομβηδόν</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>with a buzzing din</Tr><Au>AR.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'βομβηδόν'}