Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βόλιτα
βολίτινος
βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
βόρβορος
View word page
βομβαύλιος
βομβαύλιοςουmβομβυλιός, αὐλός derog.bumble-piperAr.

ShortDef

a bagpiper

Debugging

Headword:
βομβαύλιος
Headword (normalized):
βομβαύλιος
Headword (normalized/stripped):
βομβαυλιος
IDX:
7602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7603
Key:
βομβαύλιος

Data

{'headword_display': '<b>βομβαύλιος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βομβαύλιος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βομβυλιός</Ref>, <Ref>αὐλός</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>derog.</Indic><Tr>bumble-piper</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βομβαύλιος'}