Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βόλβιτος
βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βόλιτα
βολίτινος
βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
βορᾱ́
βορβορόθῡμος
View word page
βομβάξ
βομβάξalsoβομβαλοβομβάξinterjβόμβος blah blah!ref. to bombastic or burbling talkAr.

ShortDef

prodigious!

Debugging

Headword:
βομβάξ
Headword (normalized):
βομβάξ
Headword (normalized/stripped):
βομβαξ
IDX:
7601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7602
Key:
βομβάξ

Data

{'headword_display': '<b>βομβάξ</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>βομβάξ</HL><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>βομβαλοβομβάξ</FmHL></VL><PS>interj</PS><Ety><Ref>βόμβος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>blah blah!<Expl>ref. to bombastic or burbling talk</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'βομβάξ'}