Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βοιωτοί
βολαῖος
βόλβιτος
βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βόλιτα
βολίτινος
βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
βοόστασις
View word page
βόλλομαι
βόλλομαιAeol.mid.vbβόλομαιep.mid.vbseeβούλομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βόλλομαι
Headword (normalized):
βόλλομαι
Headword (normalized/stripped):
βολλομαι
IDX:
7599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7600
Key:
βόλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>βόλλομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βόλλομαι</HL><PS>Aeol.mid.vb</PS></HG><HG><HL>βόλομαι</HL><PS>ep.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>βούλομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βόλλομαι'}