Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βοιωτιουργής
Βοιωτοί
βολαῖος
βόλβιτος
βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βόλιτα
βολίτινος
βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
βοοκτασίη
View word page
βόλλᾱ
βόλλᾱAeol.fseeβουλή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βόλλᾱ
Headword (normalized):
βόλλᾱ
Headword (normalized/stripped):
βολλα
IDX:
7598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7599
Key:
βόλλᾱ

Data

{'headword_display': '<b>βόλλᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βόλλᾱ</HL><PS>Aeol.f</PS></HG><XR>see<Ref>βουλή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βόλλᾱ'}