Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βοιωτιάζω
Βοιωτιουργής
Βοιωτοί
βολαῖος
βόλβιτος
βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βόλιτα
βολίτινος
βόλλᾱ
βόλλομαι
βόλος
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βόμβος
βομβυλιός
βόμβῡξ
View word page
βολίτινος
βολίτινοςη ονadjof a monster's legmade of dungAr.

ShortDef

of cow-dung

Debugging

Headword:
βολίτινος
Headword (normalized):
βολίτινος
Headword (normalized/stripped):
βολιτινος
IDX:
7597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7598
Key:
βολίτινος

Data

{'headword_display': '<b>βολίτινος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>βολίτινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a monster's leg</Indic><Tr>made of dung</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>", 'key': 'βολίτινος'}