Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοηθός
βοηλασίᾱ
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοητύς
βόθρος
βόθῡνος
Βοίβη
βοιδάριον
βοίδιον
Βοιωτάρχης
Βοιωτιάζω
Βοιωτιουργής
Βοιωτοί
βολαῖος
βόλβιτος
βολβός
βολή
βολίζω
View word page
βοιδάριον
βοιδάριονουndimin.βοῦς little oxAr.

ShortDef

dim. of βοῦς, cow

Debugging

Headword:
βοιδάριον
Headword (normalized):
βοιδάριον
Headword (normalized/stripped):
βοιδαριον
IDX:
7584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7585
Key:
βοιδάριον

Data

{'headword_display': '<b>βοιδάριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βοιδάριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>βοῦς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little ox</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βοιδάριον'}