Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοηθέω
βοήθημα
βοηθητικός
βοηθόος
βοηθός
βοηλασίᾱ
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοητύς
βόθρος
βόθῡνος
Βοίβη
βοιδάριον
βοίδιον
Βοιωτάρχης
Βοιωτιάζω
Βοιωτιουργής
Βοιωτοί
βολαῖος
View word page
βοητύς
βοητύςύοςfβοάω loud talkingOd.

ShortDef

a shouting, clamour

Debugging

Headword:
βοητύς
Headword (normalized):
βοητύς
Headword (normalized/stripped):
βοητυς
IDX:
7580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7581
Key:
βοητύς

Data

{'headword_display': '<b>βοητύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βοητύς</HL><Infl>ύος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>βοάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>loud talking</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βοητύς'}