Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθητικός
βοηθόος
βοηθός
βοηλασίᾱ
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοητύς
βόθρος
βόθῡνος
Βοίβη
βοιδάριον
βοίδιον
Βοιωτάρχης
Βοιωτιάζω
Βοιωτιουργής
View word page
βοηλατικός
βοηλατικόςή όνadj fem.sb.art of being an ox-driverPl.

ShortDef

of or for cattle-driving, the herdsman’s art

Debugging

Headword:
βοηλατικός
Headword (normalized):
βοηλατικός
Headword (normalized/stripped):
βοηλατικος
IDX:
7578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7579
Key:
βοηλατικός

Data

{'headword_display': '<b>βοηλατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βοηλατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of being an ox-driver</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'βοηλατικός'}