Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθητικός
βοηθόος
βοηθός
βοηλασίᾱ
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοητύς
βόθρος
βόθῡνος
Βοίβη
βοιδάριον
βοίδιον
Βοιωτάρχης
View word page
βοηλατέω
βοηλατέωcontr.vb be a cattle-driverbe a herdsmanPlu.

ShortDef

drive away oxen

Debugging

Headword:
βοηλατέω
Headword (normalized):
βοηλατέω
Headword (normalized/stripped):
βοηλατεω
IDX:
7576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7577
Key:
βοηλατέω

Data

{'headword_display': '<b>βοηλατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βοηλατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be a cattle-driver</Def><Tr>be a herdsman</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βοηλατέω'}