Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρέομαι
Ἀρεοπαγῑ́της
ἀρέσαι
ἀρέσθαι
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
ἀρέσκω
ἀρεστός
ἀρέταιχμος
ἀρετάω
ἀρετή
Ἄρευς
ἀρή
ἀρή
ἄρηαι
ἀρήγω
ἀρηγών
ἀρηίθοος
ᾱ̓ρηικτάμενος
View word page
ἀρέτ-αιχμος
ἀρέταιχμοςονadjἀρετήαἰχμή valiant with the spearB.

ShortDef

valiant with the spear

Debugging

Headword:
ἀρέταιχμος
Headword (normalized):
ἀρέταιχμος
Headword (normalized/stripped):
αρεταιχμος
IDX:
756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-757
Key:
ἀρέταιχμος

Data

{'headword_display': '<b>ἀρέτ-αιχμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀρέτ<hyph/>αιχμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀρετή</Ref><Ref>αἰχμή</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>valiant with the spear</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀρέταιχμος'}