Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοᾶτις
βόαυλον
βοάω
βοεικός
βόειος
βόεσσι
βοεύς
βοή
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Bοηδρόμιος
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθητικός
βοηθόος
βοηθός
βοηλασίᾱ
View word page
Bοηδρόμιος
Bοηδρόμιοςουm Helper in Distresscult title of ApolloCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Bοηδρόμιος
Headword (normalized):
bοηδρόμιος
Headword (normalized/stripped):
bοηδρομιος
IDX:
7565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7566
Key:
Bοηδρόμιος

Data

{'headword_display': '<b>Bοηδρόμιος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>Bοηδρόμιος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>Helper in Distress<Expl>cult title of Apollo</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'Bοηδρόμιος'}