Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοᾱ́
βοάγρια
βοᾱθοέω
βόᾱμα
βοᾶτις
βόαυλον
βοάω
βοεικός
βόειος
βόεσσι
βοεύς
βοή
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Bοηδρόμιος
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
View word page
βοεύς
βοεύςῆοςep.m leather ropeon a shipOd. hHom.

ShortDef

a rope of ox-hide

Debugging

Headword:
βοεύς
Headword (normalized):
βοεύς
Headword (normalized/stripped):
βοευς
IDX:
7561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7562
Key:
βοεύς

Data

{'headword_display': '<b>βοεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βοεύς</HL><Infl>ῆος</Infl><PS>ep.m</PS></HG> <nS1><Tr>leather rope<Expl>on a ship</Expl></Tr><Au>Od. hHom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βοεύς'}