Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρειότερος
ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγῑ́της
ἀρέσαι
ἀρέσθαι
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
ἀρέσκω
ἀρεστός
ἀρέταιχμος
ἀρετάω
ἀρετή
Ἄρευς
ἀρή
ἀρή
ἄρηαι
View word page
ἀρεσκόντως
ἀρεσκόντωςptcpl.advsee underἀρέσκω

ShortDef

agreeably

Debugging

Headword:
ἀρεσκόντως
Headword (normalized):
ἀρεσκόντως
Headword (normalized/stripped):
αρεσκοντως
IDX:
752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-753
Key:
ἀρεσκόντως

Data

{'headword_display': '<b>ἀρεσκόντως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀρεσκόντως</HL><PS>ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἀρέσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀρεσκόντως'}