Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βλασφημίᾱ
βλάσφημος
βλαύτη
βλᾱχᾱ́
βλάψις
βλαψίφρων
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέπος
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλήεται
βλῆμα
βλήμενος
βληστρίζω
βλητέον
βλητός
View word page
βλεπτός
βλεπτόςή όνadj of a thingable to be seenS.

ShortDef

to be seen, worth seeing

Debugging

Headword:
βλεπτός
Headword (normalized):
βλεπτός
Headword (normalized/stripped):
βλεπτος
IDX:
7525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7526
Key:
βλεπτός

Data

{'headword_display': '<b>βλεπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βλεπτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a thing</Indic><Tr>able to be seen</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βλεπτός'}