Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βλασφημέω
βλασφημίᾱ
βλάσφημος
βλαύτη
βλᾱχᾱ́
βλάψις
βλαψίφρων
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέπος
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλήεται
βλῆμα
βλήμενος
βληστρίζω
βλητέον
View word page
βλέπος
βλέποςουςnlook, expressionAr.

ShortDef

a look

Debugging

Headword:
βλέπος
Headword (normalized):
βλέπος
Headword (normalized/stripped):
βλεπος
IDX:
7524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7525
Key:
βλέπος

Data

{'headword_display': '<b>βλέπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βλέπος</HL><Infl>ους</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>look, expression</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βλέπος'}