Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βλαίσωσις
βλᾱκείᾱ
βλᾱκεύω
βλᾱκικός
βλᾱκώδης
βλᾱ́ξ
βλάπτω
βλαστάνω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλαστός
βλασφημέω
βλασφημίᾱ
βλάσφημος
βλαύτη
βλᾱχᾱ́
βλάψις
βλαψίφρων
βλεῖο
βλεμεαίνω
View word page
βλαστημός
βλαστημόςοῦm growthw.gen.of the bodyA. offspringw.gen.of a womanA.

ShortDef

growth

Debugging

Headword:
βλαστημός
Headword (normalized):
βλαστημός
Headword (normalized/stripped):
βλαστημος
IDX:
7512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7513
Key:
βλαστημός

Data

{'headword_display': '<b>βλαστημός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βλαστημός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>growth<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the body</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1> <nS1><Tr>offspring<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a woman</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βλαστημός'}